- εξώρας
- επίρρ. χρον., έξω από την ώρα, πέρα από την κατάλληλη ώρα, αργά, πάρωρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.