εξώρας

εξώρας
επίρρ. χρον., έξω από την ώρα, πέρα από την κατάλληλη ώρα, αργά, πάρωρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξώρας — (επίpp.) πέρα από την κατάλληλη ώρα, αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + ώρα] …   Dictionary of Greek

  • ξώρας — επίρρ. πέρα από την κατάλληλη ώρα, αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξώρας, με σίγηοη τού αρκτ. άτονου ε (βλ. και ξούρας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”